Διεξάγω στα ουκρανικά
Μετάφραση: διεξάγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проводити, поводження, вести, водити, провадження, поведінку, поведінка
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διεξάγω
διεξάγω μετάφραση, διεξάγω συνώνυμα, διεξάγω αγγλικά, διεξάγω παρατατικός, διεξάγω in english, διεξάγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διεξάγω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- διεκπεραίωση στα ουκρανικά - операція, угода, справа, справу, діло, протоколи, обробка, ...
- διενέργεια στα ουκρανικά - завершення, скоєння, продовжений, достоїнства, досягнення, проведення
- διεξοδικός στα ουκρανικά - широкий, великий, виділений, просторий, докладний, обширний, детальний, ...
- διεργασία στα ουκρανικά - обстеження, експертиза, екзамен, вивчення, огляд, процес, процесу
Τυχαίες λέξεις
Διεξάγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: проводити, поводження, вести, водити, провадження, поведінку, поведінка
Μεταφράσεις: проводити, поводження, вести, водити, провадження, поведінку, поведінка