Διεξάγω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: διεξάγω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
guiar, gerir, levar, conduta, dirigir, procedimento, comportamento, governar, conduzir, condução, comportamentos, realização
Διεξάγω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διεξάγω

διεξάγω μετάφραση, διεξάγω συνώνυμα, διεξάγω αγγλικά, διεξάγω παρατατικός, διεξάγω in english, διεξάγω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, διεξάγω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • διεκπεραίωση στα πορτογαλικά - manipulação, manuseio, manejo, tratamento, manuseamento
  • διενέργεια στα πορτογαλικά - aquisição, condutor, condução, conduzir, realização de, conduzindo
  • διεξοδικός στα πορτογαλικά - lauto, espaçoso, copioso, extensão, basto, abundante, extensivo, ...
  • διεργασία στα πορτογαλικά - teste, examinação, prova, levantar, exame, processo, processo de, ...
Τυχαίες λέξεις
Διεξάγω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: guiar, gerir, levar, conduta, dirigir, procedimento, comportamento, governar, conduzir, condução, comportamentos, realização