Διμοιρία στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διμοιρία, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
взвод, взвода, на взвод, взводен, взводът
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διμοιρία
διμοιρία wiki, διμοιρία επιδείξεων σμυ, διμοιρία επιδείξεων στυα, διμοιρία ορισμός, διμοιρία ποσα ατομα, διμοιρία λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διμοιρία στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δικτυωτό στα βουλγαρικά - решетка, решетката, решетъчна, решетъчни, метална решетка
- διμερής στα βουλγαρικά - двустранен, двустранно, двустранна, двустранното, двустранни
- διοίκηση στα βουλγαρικά - администрация, управляване, ръководство, управление, команда, командния, командата, ...
- διογκώνω στα βουλγαρικά - подуване, оток, Подуването, Набъбване, • Подуване
Τυχαίες λέξεις
Διμοιρία στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: взвод, взвода, на взвод, взводен, взводът
Μεταφράσεις: взвод, взвода, на взвод, взводен, взводът