Διμοιρία στα ρωσικά
Μετάφραση: διμοιρία, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
взвод, взвода, во взвод, взводом, взводе
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διμοιρία
διμοιρία wiki, διμοιρία επιδείξεων σμυ, διμοιρία επιδείξεων στυα, διμοιρία ορισμός, διμοιρία ποσα ατομα, διμοιρία λεξικό γλώσσας ρωσικά, διμοιρία στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- δικτυωτό στα ρωσικά - трельяж, подпорка, решетка, шпалеры, решетки, решеточной, решеткой, ...
- διμερής στα ρωσικά - двусторонний, двухсторонний, двустороннее, двусторонних, двустороннего, двусторонние
- διοίκηση στα ρωσικά - регулирование, распорядительность, хозяйствование, министерство, правление, хитрость, правительство, ...
- διογκώνω στα ρωσικά - днище, распухать, оттопырить, утолщение, деформироваться, раздув, оттопыриваться, ...
Τυχαίες λέξεις
Διμοιρία στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: взвод, взвода, во взвод, взводом, взводе
Μεταφράσεις: взвод, взвода, во взвод, взводом, взводе