Διμοιρία στα δανικά
Μετάφραση: διμοιρία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
deling, delingsfører, delingen, platoon
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διμοιρία
διμοιρία wiki, διμοιρία επιδείξεων σμυ, διμοιρία επιδείξεων στυα, διμοιρία ορισμός, διμοιρία ποσα ατομα, διμοιρία λεξικό γλώσσας δανικά, διμοιρία στα δανικά
Μεταφράσεις
- δικτυωτό στα δανικά - gitter, lattice, gitteret, gitterstruktur
- διμερής στα δανικά - bilateral, bilaterale, bilateralt, den bilaterale, det bilaterale
- διοίκηση στα δανικά - regering, ledelse, kommando, kommandoen
- διογκώνω στα δανικά - hævelse, hævelser, Kvælder, kvældning, Hævede
Τυχαίες λέξεις
Διμοιρία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: deling, delingsfører, delingen, platoon
Μεταφράσεις: deling, delingsfører, delingen, platoon