Δύτης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δύτης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
водолаз, гмуркач, водолаза, водолази
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύτης
παππούς δύτης, δύτης sea diamond, δύτης ήρθε αντιμέτωπος με μια τρομακτική έκπληξη, δύτης βόθρων, επαγγελματίασ δύτησ, δύτης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δύτης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δύστροπος στα βουλγαρικά - опърничав, свадлив, свадлива, опърничава
- δύσχρηστος στα βουλγαρικά - неподатлив, упорит, неподатлива, трудно разрешими, неподатлива на
- δώδεκα στα βουλγαρικά - дванадесет, дванайсет, дванадесет души, дванадесетмесечен, дванадесетте
- δώρο στα βουλγαρικά - дар, подарък, подаръци, за подаръци, подаръка
Τυχαίες λέξεις
Δύτης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: водолаз, гмуркач, водолаза, водолази
Μεταφράσεις: водолаз, гмуркач, водолаза, водолази