Δύτης στα ολλανδικά
Μετάφραση: δύτης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
duiker, diver, duiker van, duikers, De Duiker
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δύτης
παππούς δύτης, δύτης sea diamond, δύτης ήρθε αντιμέτωπος με μια τρομακτική έκπληξη, δύτης βόθρων, επαγγελματίασ δύτησ, δύτης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δύτης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δύστροπος στα ολλανδικά - feeksachtig, kijfziek, shrewish
- δύσχρηστος στα ολλανδικά - onhandelbaar, hardnekkige, hardnekkig, onhandelbare, onbehandelbare
- δώδεκα στα ολλανδικά - twaalf, van twaalf, de twaalf, twaalftal
- δώρο στα ολλανδικά - tentoonspreiden, tegenwoordig, schenking, indienen, talent, uitvoeren, wijzen, ...
Τυχαίες λέξεις
Δύτης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: duiker, diver, duiker van, duikers, De Duiker
Μεταφράσεις: duiker, diver, duiker van, duikers, De Duiker