Εθελοντικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: εθελοντικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доброволен, доброволно, доброволна, доброволното, доброволни
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εθελοντικός
εθελοντικός τουρισμός, εθελοντικός συνώνυμα, εθελοντικός καθαρισμός ακτών, εθελοντικός επαναπατρισμός, εθελοντικός πυροσβεστικός σταθμός ευρώτα, εθελοντικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εθελοντικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- εθελοντής στα βουλγαρικά - доброволец, доброволци, доброволческа, доброволен, доброволчески
- εθελοντικά στα βουλγαρικά - доброволно, доброволно да, доброволно се, желание
- εθιμοτυπία στα βουλγαρικά - церемония, етикет, етикета, етика, етиката, етикеция
- εθισμός στα βουλγαρικά - пристрастеност, наркомания, пристрастяване, пристрастяването, зависимостта
Τυχαίες λέξεις
Εθελοντικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: доброволен, доброволно, доброволна, доброволното, доброволни
Μεταφράσεις: доброволен, доброволно, доброволна, доброволното, доброволни