Εθελοντικός στα δανικά

Μετάφραση: εθελοντικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
frivillig, frivillige, frivilligt, en frivillig
Εθελοντικός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εθελοντικός

εθελοντικός τουρισμός, εθελοντικός συνώνυμα, εθελοντικός καθαρισμός ακτών, εθελοντικός επαναπατρισμός, εθελοντικός πυροσβεστικός σταθμός ευρώτα, εθελοντικός λεξικό γλώσσας δανικά, εθελοντικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εθελοντής στα δανικά - frivillig, frivillige, frivilligt, volontør, volontøren
  • εθελοντικά στα δανικά - frivilligt, frivillig, frivilligt at, frivilligt har, frivillig basis
  • εθιμοτυπία στα δανικά - ceremoni, højtidelighed, etikette, etiketten
  • εθισμός στα δανικά - afhængighed, misbrug, afhængighed af, afhængigheden
Τυχαίες λέξεις
Εθελοντικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: frivillig, frivillige, frivilligt, en frivillig