Ερασιτέχνης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ερασιτέχνης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
любителски, аматьор, любител, аматьорски, любителска
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερασιτέχνης
ερασιτέχνης παναθηναικος, ερασιτέχνης κηπουρός, ερασιτέχνης κηπουρός περιοδικό, ερασιτέχνης ολυμπιακός, ερασιτέχνης ετυμολογία, ερασιτέχνης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ερασιτέχνης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- επόπτης στα βουλγαρικά - инспектор, ръководител, контрольор, началник, надзорник, на надзорник
- επώαση στα βουλγαρικά - мътене, инкубация, инкубиране, инкубационен, инкубацията, инкубирането
- ερασιτεχνικός στα βουλγαρικά - hammy
- εραστής στα βουλγαρικά - любовник, любител, любовника, любовница, любим
Τυχαίες λέξεις
Ερασιτέχνης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: любителски, аматьор, любител, аматьорски, любителска
Μεταφράσεις: любителски, аматьор, любител, аматьорски, любителска