Ερασιτέχνης στα ολλανδικά
Μετάφραση: ερασιτέχνης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
liefhebber, dilettant, knutselaar, amateur, amateurs
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ερασιτέχνης
ερασιτέχνης παναθηναικος, ερασιτέχνης κηπουρός, ερασιτέχνης κηπουρός περιοδικό, ερασιτέχνης ολυμπιακός, ερασιτέχνης ετυμολογία, ερασιτέχνης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ερασιτέχνης στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- επόπτης στα ολλανδικά - opzichter, inspecteur, directeur, Toezichthouder, supervisor, Toezichthouder voor, promotor
- επώαση στα ολλανδικά - broeden, incubatie, incuberen, incubatietijd, de incubatie, incubatie van
- ερασιτεχνικός στα ολλανδικά - liefhebber, dilettant, amateur, hammy, van Hammy
- εραστής στα ολλανδικά - minnaar, vrijster, minnares, geliefde, vriend, vriendin, liefhebber, ...
Τυχαίες λέξεις
Ερασιτέχνης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: liefhebber, dilettant, knutselaar, amateur, amateurs
Μεταφράσεις: liefhebber, dilettant, knutselaar, amateur, amateurs