Ερασιτέχνης στα δανικά

Μετάφραση: ερασιτέχνης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
amatør, Amateur, Amator, denne amator, amatører
Ερασιτέχνης στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερασιτέχνης

ερασιτέχνης παναθηναικος, ερασιτέχνης κηπουρός, ερασιτέχνης κηπουρός περιοδικό, ερασιτέχνης ολυμπιακός, ερασιτέχνης ετυμολογία, ερασιτέχνης λεξικό γλώσσας δανικά, ερασιτέχνης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • επόπτης στα δανικά - vejleder, supervisor, Tilsynsførende, Tilsynsførende for, projektlederen
  • επώαση στα δανικά - inkubation, inkubering, inkubationen, inkuberingen, inkubationstid
  • ερασιτεχνικός στα δανικά - hammy
  • εραστής στα δανικά - elsker, kæreste, lover, elskers, elskerinde
Τυχαίες λέξεις
Ερασιτέχνης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: amatør, Amateur, Amator, denne amator, amatører