Ερασιτέχνης στα σουηδικά

Μετάφραση: ερασιτέχνης, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
amatör, amatörer, amatören, amatörmässiga
Ερασιτέχνης στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ερασιτέχνης

ερασιτέχνης παναθηναικος, ερασιτέχνης κηπουρός, ερασιτέχνης κηπουρός περιοδικό, ερασιτέχνης ολυμπιακός, ερασιτέχνης ετυμολογία, ερασιτέχνης λεξικό γλώσσας σουηδικά, ερασιτέχνης στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • επόπτης στα σουηδικά - handledare, handledaren, tillsynsmyndigheten, tillsynsmannen
  • επώαση στα σουηδικά - inkubation, inkubering, inkubationen, inkuberingen, inkubationstid
  • ερασιτεχνικός στα σουηδικά - amatör, Hammy
  • εραστής στα σουηδικά - vännen, älskare, vän, lover
Τυχαίες λέξεις
Ερασιτέχνης στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: amatör, amatörer, amatören, amatörmässiga