Θρηνώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: θρηνώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тъгувам, скърбя, скърбят, жалее, наскърбените
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: θρηνώ
θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον, θρηνώ και οδύρομαι, θρηνώ συνώνυμα, θρηνώ στα αγγλικά, θρηνώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, θρηνώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- θραύσμα στα βουλγαρικά - фрагмент, фрагмент от, фрагмент на, фрагменти
- θρεπτικός στα βουλγαρικά - хранителен, питателна, хранителни, хранителна, питателни
- θρησκεία στα βουλγαρικά - религия, религията, религиозна принадлежност, вероизповедание, религиозна
- θρησκευτικός στα βουλγαρικά - религиозния, религиозен, религиозна, религиозни, религиозно, религиозната
Τυχαίες λέξεις
Θρηνώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тъгувам, скърбя, скърбят, жалее, наскърбените
Μεταφράσεις: тъгувам, скърбя, скърбят, жалее, наскърбените