Θρηνώ στα ολλανδικά

Μετάφραση: θρηνώ, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bedroeven, beproeven, weeklagen, rouwen, treuren, rouw, te rouwen, betreuren
Θρηνώ στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρηνώ

θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον, θρηνώ και οδύρομαι, θρηνώ συνώνυμα, θρηνώ στα αγγλικά, θρηνώ λεξικό γλώσσας ολλανδικά, θρηνώ στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • θραύσμα στα ολλανδικά - item, fragment, jaartelling, brok, deel, deeltje, fragment van, ...
  • θρεπτικός στα ολλανδικά - voedzaam, voedzame, voedsel voedzaam
  • θρησκεία στα ολλανδικά - fiducie, geloof, godsdienst, vertrouwen, religie, Religies, Religion
  • θρησκευτικός στα ολλανδικά - gelovig, religieus, godsdienstig, religieuze, godsdienstige, Religious
Τυχαίες λέξεις
Θρηνώ στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: bedroeven, beproeven, weeklagen, rouwen, treuren, rouw, te rouwen, betreuren