Θρηνώ στα πολωνικά

Μετάφραση: θρηνώ, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
lament, opłakiwać, smucić, rozpaczać, martwić, lamentować, krzywdzić, ubolewać, skarga, przeboleć, płakać, smucą
Θρηνώ στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: θρηνώ

θρηνώ και οδύρομαι όταν εννοήσω τον θάνατον, θρηνώ και οδύρομαι, θρηνώ συνώνυμα, θρηνώ στα αγγλικά, θρηνώ λεξικό γλώσσας πολωνικά, θρηνώ στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • θραύσμα στα πολωνικά - skorupa, łom, rozłupanie, rozszczepiać, odprysk, drzazga, rozprysk, ...
  • θρεπτικός στα πολωνικά - pożywny, żywieniowy, zdrowy, zdrowotny, odżywczy, pożywne, odżywcze, ...
  • θρησκεία στα πολωνικά - wyznanie, religia, religii, religię, religią, zakon
  • θρησκευτικός στα πολωνικά - religioznawstwo, religijny, wierzeniowy, nabożny, pobożny, zakonnik, religijnych, ...
Τυχαίες λέξεις
Θρηνώ στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: lament, opłakiwać, smucić, rozpaczać, martwić, lamentować, krzywdzić, ubolewać, skarga, przeboleć, płakać, smucą