Καταποντίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: καταποντίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мивка, мивката, поглътител, поглътител на, умивалник
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καταποντίζω
καταποντίζω συνώνυμα, καταποντίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καταποντίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- καταπνίγω στα βουλγαρικά - корк, коркови, коркова, корков, тапа
- καταπολεμώ στα βουλγαρικά - сражение, бой, опровергавам, оспорвам, оспорва, се оспорва, да накърняват
- καταπραΰνω στα βουλγαρικά - успокоявам, утешавам, успокои, успокояват, успокояване
- καταργώ στα βουλγαρικά - премахнат, премахне, премахване на, отмени, премахва
Τυχαίες λέξεις
Καταποντίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: мивка, мивката, поглътител, поглътител на, умивалник
Μεταφράσεις: мивка, мивката, поглътител, поглътител на, умивалник