Καταποντίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: καταποντίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
innemen, binnenkrijgen, inslikken, gootsteen, wastafel, zinken, spoelbak, wasbak
Καταποντίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταποντίζω

καταποντίζω συνώνυμα, καταποντίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καταποντίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καταπνίγω στα ολλανδικά - verdringen, opkroppen, smoren, verstikken, onderdrukken, neerslaan, bedwingen, ...
  • καταπολεμώ στα ολλανδικά - veldslag, kampen, gevecht, slag, strijden, concurrentievermogen, treffen, ...
  • καταπραΰνω στα ολλανδικά - rust, verlichten, kalmeren, sussen, verzachten, te kalmeren, te verzachten
  • καταργώ στα ολλανδικά - afschaffing, vernietiging, herroeping, annulering, intrekking, ontbinding, afschaffen, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταποντίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: innemen, binnenkrijgen, inslikken, gootsteen, wastafel, zinken, spoelbak, wasbak