Κοιλιά στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κοιλιά, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
живот, корем, корема, стомаха, коремът, на корема
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κοιλιά
κοιλιά ονειροκρίτης, κοιλιά εγκυμοσύνης, κοιλιά εγκύου, κοιλιά μετά τη γέννα, κοιλιά αδυνάτισμα, κοιλιά λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κοιλιά στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κοίλος στα βουλγαρικά - кух, кухо, кухина, вдлъбнатина, котловина
- κοιλάδα στα βουλγαρικά - долина, Valley, долината, Вали, котловина
- κοιλιακός στα βουλγαρικά - коремен, коремна, коремната, в корема, коремни
- κοιλότητα στα βουλγαρικά - палата, кухина, кухината, кухини, дупка
Τυχαίες λέξεις
Κοιλιά στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: живот, корем, корема, стомаха, коремът, на корема
Μεταφράσεις: живот, корем, корема, стомаха, коремът, на корема