Κολλητικός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κολλητικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инфекциозен, инфекциозна, инфекциозни, инфекциозно, инфекциозния
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κολλητικός
σταφυλοκοκκος κολλητικός, έρπης κολλητικός, κολλητικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κολλητικός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κολλάρισμα στα βουλγαρικά - дресинг, превръзка, обличане, тоалетка, тоалетка с
- κολλαρίζω στα βουλγαρικά - нишесте, kollarizo
- κολλητός στα βουλγαρικά - конте, пич
- κολλιτσίδα στα βουλγαρικά - репей, Бърдок, от репей, репея, на репея
Τυχαίες λέξεις
Κολλητικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: инфекциозен, инфекциозна, инфекциозни, инфекциозно, инфекциозния
Μεταφράσεις: инфекциозен, инфекциозна, инфекциозни, инфекциозно, инфекциозния