Κολλητικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: κολλητικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pegajoso, etiqueta, infeccioso, contagiante, infecciosa, infecciosas, infecciosos
Κολλητικός στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλητικός

σταφυλοκοκκος κολλητικός, έρπης κολλητικός, κολλητικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, κολλητικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κολλάρισμα στα πορτογαλικά - curativo, molho, vestir, de vestir, penteadeira
  • κολλαρίζω στα πορτογαλικά - amido, kollarizo
  • κολλητός στα πορτογαλικά - companheiro, camarada, cerrar, junto, fechar, fim, janota, ...
  • κολλιτσίδα στα πορτογαλικά - bardana, burdock, de bardana, do burdock, de burdock
Τυχαίες λέξεις
Κολλητικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pegajoso, etiqueta, infeccioso, contagiante, infecciosa, infecciosas, infecciosos