Κολλητικός στα δανικά

Μετάφραση: κολλητικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
klistret, klæbrig, smitsom, infektiøs, infektiøse, infektiøst, infektioes
Κολλητικός στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλητικός

σταφυλοκοκκος κολλητικός, έρπης κολλητικός, κολλητικός λεξικό γλώσσας δανικά, κολλητικός στα δανικά

Μεταφράσεις

  • κολλάρισμα στα δανικά - dressing, forbinding, slagtemæssig behandling, toiletbord, bandage
  • κολλαρίζω στα δανικά - stivelse, stive, kollarizo
  • κολλητός στα δανικά - nær, lukke, kammerat, fyr, Dude
  • κολλιτσίδα στα δανικά - burre, burren, skræppe
Τυχαίες λέξεις
Κολλητικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: klistret, klæbrig, smitsom, infektiøs, infektiøse, infektiøst, infektioes