Κουρέας στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κουρέας, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фризьорка, бръснар, фризьор, Barber, Барбър, бръснарски, бръснарница
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κουρέας
κουρέας της σεβίλλης αναστασιάδης, κουρέας ανδρέας, κουρέας ονειροκρίτης, κουρέας της σεβίλλης κέρκυρα, κουρέας νικόλαος, κουρέας λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κουρέας στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κουπόνι στα βουλγαρικά - жетон, купон, талон, купонно, купона, талона
- κουράζω στα βουλγαρικά - шина, изтощавам, изморявам, нагръдник, Тъкър, Tucker
- κουρέλι στα βουλγαρικά - парцал, парцалена, кърпа, парцала
- κουρασμένος στα βουλγαρικά - уморен, уморени, уморена, умора
Τυχαίες λέξεις
Κουρέας στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: фризьорка, бръснар, фризьор, Barber, Барбър, бръснарски, бръснарница
Μεταφράσεις: фризьорка, бръснар, фризьор, Barber, Барбър, бръснарски, бръснарница