Κουρέας στα ρωσικά

Μετάφραση: κουρέας, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
парикмахер, цирюльник, Парикмахерская, парикмахера, парикмахером
Κουρέας στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κουρέας

κουρέας της σεβίλλης αναστασιάδης, κουρέας ανδρέας, κουρέας ονειροκρίτης, κουρέας της σεβίλλης κέρκυρα, κουρέας νικόλαος, κουρέας λεξικό γλώσσας ρωσικά, κουρέας στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • κουπόνι στα ρωσικά - знак, жетон, примета, признак, символ, предзнаменование, талон, ...
  • κουράζω στα ρωσικά - утомлять, шина, одежда, муляж, прискучить, истомить, надоедать, ...
  • κουρέλι στα ρωσικά - розыгрыш, дразнить, разыгрывать, обрывок, ветошь, поддразнивание, шуметь, ...
  • κουρασμένος στα ρωσικά - томить, истомиться, прискучить, утомиться, утомлять, истомить, утомляться, ...
Τυχαίες λέξεις
Κουρέας στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: парикмахер, цирюльник, Парикмахерская, парикмахера, парикмахером