Κρεοπώλης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: κρεοπώλης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
палач, касапин, месар, месарски, месарница, касапски
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κρεοπώλης
52χρονος κρεοπώλης, κρεοπώλης ζητείται, κρεοπώλης σκότωσε, κρεοπώλης ονειροκρίτης, κρεοπώλης στην γερμανια, κρεοπώλης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, κρεοπώλης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- κρεμμύδι στα βουλγαρικά - лук, глава лук, лука, кромид лук
- κρεμώ στα βουλγαρικά - вися, висящ съм, лепя, накичвам, забавяне на движение
- κρεπ στα βουλγαρικά - креп, палачинка, крепирана
- κρησαρίζω στα βουλγαρικά - решето, филтър, krisarizo
Τυχαίες λέξεις
Κρεοπώλης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: палач, касапин, месар, месарски, месарница, касапски
Μεταφράσεις: палач, касапин, месар, месарски, месарница, касапски