Λιγοστός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: λιγοστός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
оскъден, постен, слаб, оскъдните, оскъдна
Λιγοστός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λιγοστός

λιγοστός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιγοστός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • λιγνός στα βουλγαρικά - слаб, постно, на постно, постно крехко, стройна
  • λιγομίλητος στα βουλγαρικά - ligomilitos
  • λιγόλογος στα βουλγαρικά - мълчалив, мълчаливият, необщителен, неразговорчив, мълчалива
  • λιθοβολώ στα βουλγαρικά - камък, обстрелване, пердаша, хвърлям по, обсипвам с, замервам с
Τυχαίες λέξεις
Λιγοστός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: оскъден, постен, слаб, оскъдните, оскъдна