Λιγοστός στα δανικά
Μετάφραση: λιγοστός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
få, mager, beskedne, magre, sparsomme, sølle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιγοστός
λιγοστός λεξικό γλώσσας δανικά, λιγοστός στα δανικά
Μεταφράσεις
- λιγνός στα δανικά - tynd, spredt, smal, sparsom, mager, lean, magert, ...
- λιγομίλητος στα δανικά - ligomilitos
- λιγόλογος στα δανικά - fåmælt, fåmælte, tavs, ordknap, ordknappe
- λιθοβολώ στα δανικά - klippe, sten, pelt, skindet, skind, pels, skindets
Τυχαίες λέξεις
Λιγοστός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: få, mager, beskedne, magre, sparsomme, sølle
Μεταφράσεις: få, mager, beskedne, magre, sparsomme, sølle