Λιγοστός στα ολλανδικά
Μετάφραση: λιγοστός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sprietig, weinig, mager, schraal, magere, schamele, karige
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιγοστός
λιγοστός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λιγοστός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λιγνός στα ολλανδικά - mager, schraal, sprietig, licht, leunen, lean, magere, ...
- λιγομίλητος στα ολλανδικά - ligomilitos
- λιγόλογος στα ολλανδικά - zwijgzaam, zwijgzame, taciturn, stil, zwijgend
- λιθοβολώ στα ολλανδικά - rotsblok, edelsteen, steen, edelgesteente, aarden, rots, vacht, ...
Τυχαίες λέξεις
Λιγοστός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: sprietig, weinig, mager, schraal, magere, schamele, karige
Μεταφράσεις: sprietig, weinig, mager, schraal, magere, schamele, karige