Λιμνούλα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: λιμνούλα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
консорциум, езерце, водоем, изкуствено езеро, езеро, езерото, езерцето
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λιμνούλα
αντλία λιμνούλα, τεχνητή λιμνούλα, λιμνούλα κήπου, λιμνούλα σεφ, λιμνούλα στο μπαλκόνι, λιμνούλα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, λιμνούλα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- λιμασμένος στα βουλγαρικά - грабеж, граби, опустошителния, прегладнял, който граби
- λιμνάζων στα βουλγαρικά - застой, стагнация, стагнацията, на стагнация
- λιμοκτονώ στα βουλγαρικά - гладувам, гладуват, глад, от глад, гладува
- λιμουζίνα στα βουλγαρικά - лимузина, Лимузини, лимузината, Limousine, с лимузина
Τυχαίες λέξεις
Λιμνούλα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: консорциум, езерце, водоем, изкуствено езеро, езеро, езерото, езерцето
Μεταφράσεις: консорциум, езерце, водоем, изкуствено езеро, езеро, езерото, езерцето