Μοναδικός στα βουλγαρικά

Μετάφραση: μοναδικός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
уникален, уникална, уникално, уникалната, уникални
Μοναδικός στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοναδικός

μοναδικός συνώνυμο, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός εντοπισμός, μοναδικός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, μοναδικός στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • μονάδα στα βουλγαρικά - единица, блок, звено, възел, единична
  • μονή στα βουλγαρικά - абатство, Abbey, Аби, Манастир, абатството
  • μοναξιά στα βουλγαρικά - самота, самотата, самотност
  • μοναχικός στα βουλγαρικά - самотен, самотна, самотно, самотни, самотния
Τυχαίες λέξεις
Μοναδικός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: уникален, уникална, уникално, уникалната, уникални