Μοναδικός στα εσθονικά
Μετάφραση: μοναδικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ainulaadne, singular, ainsus, unikaalne, kordumatu, unikaalse, ainulaadse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μοναδικός
μοναδικός συνώνυμο, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός εντοπισμός, μοναδικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, μοναδικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- μονάδα στα εσθονικά - üksus, ühik, komponent, üksuse, ühiku, seade, seadme
- μονή στα εσθονικά - klooster, kloostrikirik, Abbey, kloostrist, kloostri-
- μοναξιά στα εσθονικά - üksildus, üksindus, üksinduse, üksindust, üksilduse
- μοναχικός στα εσθονικά - üksildasevõitu, üksildane, üksik, lonely, üksildase, üksikuna
Τυχαίες λέξεις
Μοναδικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: ainulaadne, singular, ainsus, unikaalne, kordumatu, unikaalse, ainulaadse
Μεταφράσεις: ainulaadne, singular, ainsus, unikaalne, kordumatu, unikaalse, ainulaadse