Μοναδικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: μοναδικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
унікальны, ўнікальны
Μοναδικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μοναδικός

μοναδικός συνώνυμο, μοναδικόσ αριθμόσ σταθμού, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους μηχανικών, μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους, μοναδικός εντοπισμός, μοναδικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μοναδικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • μονάδα στα λευκορωσικά - блок, блёк
  • μονή στα λευκορωσικά - абацтва, абацтва ў, абацтве
  • μοναξιά στα λευκορωσικά - адзінота, адзіноту, самоту, самота, адзіноцтва
  • μοναχικός στα λευκορωσικά - самотны, адзінокі, Аднамесны, статус Аднамесны, мае адносіны статус Аднамесны
Τυχαίες λέξεις
Μοναδικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: унікальны, ўнікальны