Ντροπαλός στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ντροπαλός, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
срамежлив, срамежлива, срамежливи, стеснителен, срамежливо
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντροπαλός
είναι ντροπαλός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός άντρας, είμαι ντροπαλός, ντροπαλός λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ντροπαλός στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ντους στα βουλγαρικά - душ, душ кабина, телевизор, вана, с душ
- ντροπή στα βουλγαρικά - срам, срама, жалко, позор
- ντροπαλότητα στα βουλγαρικά - срамежливост, срамежливостта, стеснителност, срамежливостта си, свян
- ντόμπρος στα βουλγαρικά - прям, прямо, открит, яростен, откровен
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλός στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: срамежлив, срамежлива, срамежливи, стеснителен, срамежливо
Μεταφράσεις: срамежлив, срамежлива, срамежливи, стеснителен, срамежливо