Ντροπαλός στα ουκρανικά
Μετάφραση: ντροπαλός, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лякатись, полохливий, несміливий, нерішучий, скромний, боязкий, лякатися, сором'язливий, соромливий, кидок, сором'язлива
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντροπαλός
είναι ντροπαλός, ντροπαλός ελευσίνας, ντροπαλός συνώνυμα, ντροπαλός άντρας, είμαι ντροπαλός, ντροπαλός λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ντροπαλός στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ντους στα ουκρανικά - поливати, зрошувати, занедбувати, душ, закидати
- ντροπή στα ουκρανικά - сором, ганьба, ганьбу, позор
- ντροπαλότητα στα ουκρανικά - сором'язливість, соромливість
- ντόμπρος στα ουκρανικά - прямий, прямій, висловлений, стрімчастий, відвертий, обман, щиросердний, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντροπαλός στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лякатись, полохливий, несміливий, нерішучий, скромний, боязкий, лякатися, сором'язливий, соромливий, кидок, сором'язлива
Μεταφράσεις: лякатись, полохливий, несміливий, нерішучий, скромний, боязкий, лякатися, сором'язливий, соромливий, кидок, сором'язлива