Παίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
игра, драма, хазарт, играя, свиря, играе, играят, играете
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παίζω
παίζω και μαθαίνω, παίζω παρεούλα, παίζω και μαθαίνω στο διαδίκτυο, παίζω θέατρο, παίζω εν ου παικτοίς, παίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πίτα στα βουλγαρικά - пай, Pie, кръгова, баница, сладкиш
- πίφερο στα βουλγαρικά - pifero
- παίκτης στα βουλγαρικά - играч, актьор, музикант, плейър, играчите, плеър, играч на
- παίρνω στα βουλγαρικά - получавам, получите, се, получи, да получите
Τυχαίες λέξεις
Παίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: игра, драма, хазарт, играя, свиря, играе, играят, играете
Μεταφράσεις: игра, драма, хазарт, играя, свиря, играе, играят, играете