Παίζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: παίζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
jogo, representar, peça, brincar, desempenhar, jogos, jogar, tocar, prato, reproduzir, desempenham
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παίζω
παίζω και μαθαίνω, παίζω παρεούλα, παίζω και μαθαίνω στο διαδίκτυο, παίζω θέατρο, παίζω εν ου παικτοίς, παίζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, παίζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πίτα στα πορτογαλικά - torta, pitoresco, pie, torta de, de torta, de pizza
- πίφερο στα πορτογαλικά - fila, arquivar, lima, figura, pifero
- παίκτης στα πορτογαλικά - artista, comediante, actor, músico, jogador, leitor, leitor de, ...
- παίρνω στα πορτογαλικά - trazer, nomear, designar, receber, haver, tirar, adquirir, ...
Τυχαίες λέξεις
Παίζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: jogo, representar, peça, brincar, desempenhar, jogos, jogar, tocar, prato, reproduzir, desempenham
Μεταφράσεις: jogo, representar, peça, brincar, desempenhar, jogos, jogar, tocar, prato, reproduzir, desempenham