Παπούτσι στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παπούτσι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
обувка, обувки, обувката, за обувки, почистване на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παπούτσι
παπούτσι στο όνειρο, παπούτσι γάμου, παπούτσι για τρέξιμο, παπούτσι ονειροκρίτης, παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο, παπούτσι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παπούτσι στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παπαρούνα στα βουλγαρικά - мак, маково, макова, на мак, опиев мак
- παπικός στα βουλγαρικά - папски, папския, папската, папското, папско
- παπούτσια στα βουλγαρικά - обувки, Shoes, обувна промишленост, обувна
- παππούς στα βουλγαρικά - ред, дядо, на дядо, дядото, дядото на
Τυχαίες λέξεις
Παπούτσι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: обувка, обувки, обувката, за обувки, почистване на
Μεταφράσεις: обувка, обувки, обувката, за обувки, почистване на