Παπούτσι στα δανικά
Μετάφραση: παπούτσι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sko, skoen, shoe, fodtøj
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παπούτσι
παπούτσι στο όνειρο, παπούτσι γάμου, παπούτσι για τρέξιμο, παπούτσι ονειροκρίτης, παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο, παπούτσι λεξικό γλώσσας δανικά, παπούτσι στα δανικά
Μεταφράσεις
- παπαρούνα στα δανικά - valmue, poppy, valmuer, birkes, valmuestrå
- παπικός στα δανικά - pavelig, pavelige, pavens, paveligt, det pavelige
- παπούτσια στα δανικά - Sko, Shoes, skoene, fodtøj
- παππούς στα δανικά - bedstefader, bedstefar, farfar, morfar, bedstefars
Τυχαίες λέξεις
Παπούτσι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sko, skoen, shoe, fodtøj
Μεταφράσεις: sko, skoen, shoe, fodtøj