Παρεμποδίζω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: παρεμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спъвам, букаи, куцам, куцукане, озадачавам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρεμποδίζω
παρεμποδίζω συνώνυμα, παρεμποδίζω αγγλικά, παρεμποδίζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, παρεμποδίζω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- παρεμβαίνω στα βουλγαρικά - намеси, намесят, намесва, се намеси, се намесва
- παρεμβολή στα βουλγαρικά - смущения, интерференция, намеса, вмешателство, смущение
- παρενοχλώ στα βουλγαρικά - язовец, чеша, задавам неудобни въпроси, гребен, прекъсвам оратор, апострофирам оратор
- παρεξήγηση στα βουλγαρικά - недоразумение, неразбирателство, неразбиране, недоразумения, погрешно разбиране
Τυχαίες λέξεις
Παρεμποδίζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: спъвам, букаи, куцам, куцукане, озадачавам
Μεταφράσεις: спъвам, букаи, куцам, куцукане, озадачавам