Παρεμποδίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: παρεμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pantis, supančioti, kalbėti mirkčiojant, klibikščiuoti, kabalduoti
Παρεμποδίζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: παρεμποδίζω

παρεμποδίζω συνώνυμα, παρεμποδίζω αγγλικά, παρεμποδίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, παρεμποδίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • παρεμβαίνω στα λιθουανικά - įsikišti, bylą, kištis, įstoti
  • παρεμβολή στα λιθουανικά - kliuvinys, trukdžiai, trikdžiai, kišimasis, trukdžių, trikdžių
  • παρενοχλώ στα λιθουανικά - barsukas, sutrukdyti, kaklo ir nugaros gaurai, kaklo plunksnos, Garbę linas, Nękać kłopotliwymi klausimus, dirbtinis jaukas
  • παρεξήγηση στα λιθουανικά - nesusipratimas, nesusipratimų, nesutarė, nesusipratimo
Τυχαίες λέξεις
Παρεμποδίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: pantis, supančioti, kalbėti mirkčiojant, klibikščiuoti, kabalduoti