Παρεμποδίζω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: παρεμποδίζω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
куцам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: παρεμποδίζω
παρεμποδίζω συνώνυμα, παρεμποδίζω αγγλικά, παρεμποδίζω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, παρεμποδίζω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- παρεμβαίνω στα σλαβομακεδονικά - интервенираат, интервенира, се интервенира, интервенираме, да интервенира
- παρεμβολή στα σλαβομακεδονικά - мешање, интерференција, пречки, вмешување, мешањето
- παρενοχλώ στα σλαβομακεδονικά - чеша
- παρεξήγηση στα σλαβομακεδονικά - недоразбирање, Недоразбирањето, неразбирање, недоразбирања, недоразбирањата
Τυχαίες λέξεις
Παρεμποδίζω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: куцам
Μεταφράσεις: куцам