Πεινώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: πεινώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
глад, глада, гладна, на глада, гладът
Πεινώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πεινώ

πεινώ κλιση, θαρρώ πεινώ, πεινάω πεινάω, πεινώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πεινώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • πειθώ στα βουλγαρικά - убеждение, мнение, убеждаване, Убеждаването, убеждението, за убеждаване
  • πεινασμένος στα βουλγαρικά - гладен, гладни, гладна, гладно, глад
  • πειράζω στα βουλγαρικά - закачка, нищя, дразня, вбесявам, кардирам
  • πειραματίζομαι στα βουλγαρικά - експеримент, опят, експеримента, опит, опити
Τυχαίες λέξεις
Πεινώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: глад, глада, гладна, на глада, гладът