Πεινώ στα σλοβενικά
Μετάφραση: πεινώ, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lakota, lakoto, lakote, lakoti, gladovno
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινώ
πεινώ κλιση, θαρρώ πεινώ, πεινάω πεινάω, πεινώ λεξικό γλώσσας σλοβενικά, πεινώ στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- πειθώ στα σλοβενικά - prepričevanje, prepričevanja, Persuasion, prepričljivost
- πεινασμένος στα σλοβενικά - lačen, lačni, lačna, lačnih, lačne
- πειράζω στα σλοβενικά - tease, Zbadanje, draži, Zadevalo, Nadlegovati
- πειραματίζομαι στα σλοβενικά - eksperiment, poskus, poskus je, poskusa
Τυχαίες λέξεις
Πεινώ στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: lakota, lakoto, lakote, lakoti, gladovno
Μεταφράσεις: lakota, lakoto, lakote, lakoti, gladovno