Πεινώ στα πορτογαλικά
Μετάφραση: πεινώ, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fome, a fome, da fome, de fome, à fome
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινώ
πεινώ κλιση, θαρρώ πεινώ, πεινάω πεινάω, πεινώ λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, πεινώ στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- πειθώ στα πορτογαλικά - opinião, parecer, persuasão, Persuasion, a persuasão, de persuasão, convicção
- πεινασμένος στα πορτογαλικά - fome, faminto, com fome, famintos, hungry
- πειράζω στα πορτογαλικά - despedaçar, arrelia, importunar, arreliar, burlar, amole
- πειραματίζομαι στα πορτογαλικά - experimento, experiente, experiência, experiências, experimentar, experimento de, experimental, ...
Τυχαίες λέξεις
Πεινώ στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fome, a fome, da fome, de fome, à fome
Μεταφράσεις: fome, a fome, da fome, de fome, à fome