Πεινώ στα φινλανδικά
Μετάφραση: πεινώ, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
himottaa, himoita, nälkä, nälän, nälkää, nälkään, nälästä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεινώ
πεινώ κλιση, θαρρώ πεινώ, πεινάω πεινάω, πεινώ λεξικό γλώσσας φινλανδικά, πεινώ στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- πειθώ στα φινλανδικά - ajatus, lausunto, käsitys, mielipide, suostuttelu, Persuasion, suostuttelun, ...
- πεινασμένος στα φινλανδικά - nälkäinen, kärttyisä, ahnas, ärtyinen, äkäinen, kärttyinen, äreä, ...
- πειράζω στα φινλανδικά - harmittaa, ilkkua, piruilla, piinata, kiusata, kiusanhenki, härnätä, ...
- πειραματίζομαι στα φινλανδικά - kokeilu, koe, kokeileminen, kokeilla, kokeen, kokeessa, kokeilun
Τυχαίες λέξεις
Πεινώ στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: himottaa, himoita, nälkä, nälän, nälkää, nälkään, nälästä
Μεταφράσεις: himottaa, himoita, nälkä, nälän, nälkää, nälkään, nälästä