Περίοδο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: περίοδο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сезон, период, срок, периода, период на
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περίοδο
περίοδο τησ βαϊμάρησ, περίοδο του απαρτχάιντ, περίοδο σκυλιών, περίοδο 3600 χρόνια, περίοδο γυναίκας, περίοδο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, περίοδο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- περίλυπος στα βουλγαρικά - тъжен, печален, опечален, наскърбен
- περίμενε στα βουλγαρικά - одата, очаквам, очакваме, очаквате, очакват, очаквайте
- περίοδος στα βουλγαρικά - сезон, период, срок, периода, период на
- περίοπτος στα βουλγαρικά - заметнем, виден, изтъкнат, видно, важна, известен
Τυχαίες λέξεις
Περίοδο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: сезон, период, срок, периода, период на
Μεταφράσεις: сезон, период, срок, периода, период на