Περίοδο στα δανικά
Μετάφραση: περίοδο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
årstid, sæson, periode, perioden, frist, tidsrum
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περίοδο
περίοδο τησ βαϊμάρησ, περίοδο του απαρτχάιντ, περίοδο σκυλιών, περίοδο 3600 χρόνια, περίοδο γυναίκας, περίοδο λεξικό γλώσσας δανικά, περίοδο στα δανικά
Μεταφράσεις
- περίλυπος στα δανικά - sorgfuld, bedrøvet, sorgfulde, bedrøvede, sørgelige
- περίμενε στα δανικά - afvente, vente, forvente, forventer, kan forvente
- περίοδος στα δανικά - sæson, årstid, punkt, periode, perioden, frist, tidsrum
- περίοπτος στα δανικά - fremtrædende, prominent, prominente, iøjnefaldende, fremstående
Τυχαίες λέξεις
Περίοδο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: årstid, sæson, periode, perioden, frist, tidsrum
Μεταφράσεις: årstid, sæson, periode, perioden, frist, tidsrum