Πετσέτα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: πετσέτα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
салфетка, кърпа, кърпи, хавлия, хавлии, хавлиена кърпа
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πετσέτα
πετσέτα μπομπονιέρα, πετσέτα με το μέτρο, πετσέτα θαλάσσης benetton, πετσέτα θαλάσσης reserved, πετσέτα παρεό, πετσέτα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, πετσέτα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- πετράδι στα βουλγαρικά - скъпоценен камък, бижу, перла, перлата
- πετροβολώ στα βουλγαρικά - камък, petrovolo
- πετσετάκι στα βουλγαρικά - салфетка, покривчица
- πετσοκόβω στα βουλγαρικά - хамалски, кранта, Рязка рана, Hack, рана
Τυχαίες λέξεις
Πετσέτα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: салфетка, кърпа, кърпи, хавлия, хавлии, хавлиена кърпа
Μεταφράσεις: салфетка, кърпа, кърпи, хавлия, хавлии, хавлиена кърпа