Πετσέτα στα δανικά
Μετάφραση: πετσέτα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
serviet, håndklæde, håndklæder, køkkenrulle, Håndklædetørrer, håndklædet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πετσέτα
πετσέτα μπομπονιέρα, πετσέτα με το μέτρο, πετσέτα θαλάσσης benetton, πετσέτα θαλάσσης reserved, πετσέτα παρεό, πετσέτα λεξικό γλώσσας δανικά, πετσέτα στα δανικά
Μεταφράσεις
- πετράδι στα δανικά - ædelsten, juvel, skat, perle, juvelen, smykker
- πετροβολώ στα δανικά - sten, klippe, petrovolo
- πετσετάκι στα δανικά - serviet, mellemlægsserviet, dug, doily
- πετσοκόβω στα δανικά - hack, banalisere, hacker
Τυχαίες λέξεις
Πετσέτα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: serviet, håndklæde, håndklæder, køkkenrulle, Håndklædetørrer, håndklædet
Μεταφράσεις: serviet, håndklæde, håndklæder, køkkenrulle, Håndklædetørrer, håndklædet