Πετσέτα στα ολλανδικά

Μετάφραση: πετσέτα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
servet, handdoek, hand doek, doek, handdoeken, een handdoek
Πετσέτα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πετσέτα

πετσέτα μπομπονιέρα, πετσέτα με το μέτρο, πετσέτα θαλάσσης benetton, πετσέτα θαλάσσης reserved, πετσέτα παρεό, πετσέτα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πετσέτα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πετράδι στα ολλανδικά - edelsteen, kleinood, steen, edelgesteente, juweel, parel, juweeltje, ...
  • πετροβολώ στα ολλανδικά - steen, edelgesteente, rots, aarden, edelsteen, rotsblok, petrovolo
  • πετσετάκι στα ολλανδικά - servet, onderleggertje, doily, kleedje, dekservet
  • πετσοκόβω στα ολλανδικά - afkraken, houwen, hakken, hack, houwer, truc
Τυχαίες λέξεις
Πετσέτα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: servet, handdoek, hand doek, doek, handdoeken, een handdoek